- ἀπαλλαγῆς
- ἀπαλλᾱγῆς , ἀπαλλαγήdeliverancefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπαλλαγῇς — ἀπαλλάσσω set free aor subj pass 2nd sg ἀπαλλάσσω set free aor subj pass 2nd sg ἀπαλλᾱγῇς , ἀπαλλαγή deliverance fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγγλοελληνικές συμβάσεις — Συμφωνίες που έχουν συναφθεί ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία σε θέματα σχετικά με το εμπόριο, τη ναυτιλία, τις αεροπορικές συγκοινωνίες, τη φορολογία των επιχειρήσεων κλπ. Οι κυριότερες από τις συμβάσεις αυτές, κατά τομέα και… … Dictionary of Greek
ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… … Dictionary of Greek
άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… … Dictionary of Greek
αποφευκτικός — ἀποφευκτικός, ή, όν (Α) 1. ο χρήσιμος για αποφυγή ή διαφυγή 2. (πληθ. ουδ.) τα αποφευκτικά μέσα αθώωσης ή απαλλαγής … Dictionary of Greek
αυτοκάθαρση — η (Α αὐτοκάθαρσις) η ικανότητα απαλλαγής από ξένες ή βλαβερές ουσίες αρχ. πραγματική, απόλυτη κάθαρση … Dictionary of Greek
εξκουσεία — ἐξκουσεία, η (Μ) [εξκουσεύω] 1. συγχώρεση, συγγνώμη 2. ρήτρα απαλλαγής … Dictionary of Greek
ετεροδικία — Όρος της δικονομίας, που περιλαμβάνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ελληνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της αστικής και ποινικής δικαιοδοσίας, ενώ θα έπρεπε να είναι αρμόδια να εκδικάσουν αξιόποινες κατά τον… … Dictionary of Greek
κορνοπίων — κορνοπίων, ωνος, ὁ (Α) (για τον Ηρακλή) αυτός που φυγαδεύει, που διώχνει τους κόρνοπας, τις ακρίδες («κορνοπίωνα τιμᾱσθαι παρ ἐκείνοις Ἡρακλέα ἀπαλλαγῆς ἀκρίδων χάριν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρνοψ, οπ ος + κατάλ. ίων (πρβλ. κερκ ίων, μαχαιρ… … Dictionary of Greek
λυσι- — (AM λυσι ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α συνθετικό λυσι εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ … Dictionary of Greek